Σκοτάδι… βαθύ σκοτάδι… και ησυχία…. Οι ιδανικές συνθήκες, δηλαδή, για να κάνει ανενόχλητος αυτό που έκανε χρόνια τώρα τα βράδια… Ο Σπλάτερ Σκίτο ήταν έτοιμος να χτυπήσει και απόψε. Ήταν αθόρυβος, ήταν ανίκητος, ήταν μόνος του εκεί έξω, αλλά τα θύματα του βρίσκονταν σε ύπνο βαθύ μέσα στην κρεβατοκάμαρα, ανυποψίαστα για όσα επρόκειτο να ακολουθήσουν. Ο Σπλάτερ Σκιτο σκέφτηκε ότι μπορεί και να ονειρεύονταν κιόλας και αυτό ήταν κάτι που του φάνηκε τουλάχιστον ανάρμοστο… Πώς είναι δυνατόν να ονειρεύεται ένας άνθρωπος, ο οποίος ετοιμάζεται να δεχτεί τη δυσάρεστη επίσκεψη του Σπλάτερ Σκίτο;
Η ώρα είχε κιόλας φτάσει… Είχε την τεχνική να μπαίνει με ύπουλο τρόπο μέσα στο κάθε σπίτι. Κανένα ανθρώπινο ον δεν θα ήθελε να παρακολουθήσει, πόσο μάλλον να νιώσει ό,τι θα βίωναν αυτοί οι δυο ερωτευμένοι και γαλήνιοι νέοι τους οποίους είχε βάλει για στόχο του απόψε. Το αίμα των νέων ήταν εκείνο που λάτρευε ο Σπλάτερ Σκίτο. Θα μπορούσε ένας διεστραμμένος νους να τον ονομάσει μέχρι και εκλεκτικό ή ελιτιστή όσον αφορά στα γούστα του, αλλά ποιος θα μπορούσε να κατανοήσει τις αρρωστημένες προτιμήσεις ενός πλάσματος που τρέφεται με ανθρώπινο αίμα; Ποιος θα μπορούσε πραγματικά να κατανοήσει τη μαγεία της παράνομης εισόδου στα σπίτια των ανθρώπων υπό την καθοδήγηση μίας άσβεστης δίψας για φρέσκο ανθρώπινο αίμα που κυλά σε φλέβες που σφύζουν από ζωή;
Ο καλοκαιρινός καιρός και η σχεδόν αφόρητη ζέστη προσέφεραν στον Σπλάτερ Σκίτο τη δυνατότητα να μπει εύκολα στο σπίτι από τη μισάνοιχτη πόρτα της βεράντας. Ήταν, παρόλα αυτά, προετοιμασμένος για όλα. Του άρεσε που ο καιρός έκανε τους ανθρώπους να αφήνουν τις πόρτες και τα παράθυρα ανοιχτά, αλλά αυτό δεν σήμαινε σε καμία περίπτωση ότι η αποψινή βραδιά θα ήταν ένας θριαμβευτικός περίπατος. Ο Σπλάτερ Σκίτο θα χτυπούσε και θα έφευγε. Αυτή ήταν η πάγια τακτική του. Έμπαινε αθόρυβα, σχεδίαζε προσεκτικά τα βήματά του μόλις πλησίαζε το θύμα του και μετά ξεκινούσε το πανηγύρι για εκείνον. Υπήρχε όμως, πάντα η περίπτωση να γινόταν αντιληπτός και τότε θα έπρεπε να αμυνθεί. Δεν ήθελε να μπλέξει με τίποτα, πάντοτε λειτουργούσε όσο πιο αθόρυβα μπορούσε, σχεδόν ποτέ δεν έκανε την εμφάνισή του, παρέμενε με κάθε τρόπο αόρατος, ένα αδυσώπητο και ξαφνικό χτύπημα ήταν η μέθοδός του, πάντοτε σε ανυποψίαστα θύματα. Είχε με τον καιρό κατακτήσει την τέχνη του να μην περιμένει κανείς την εμφάνιση του, να μην υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος που να είναι ικανός να προβλέψει την επόμενη βρώμικη κίνηση του.
Του άρεσε να προκαλεί ανθρώπινο πόνο, λάτρευε να είναι η αιτία της δυσφορίας –εάν μπορούσε ποτέ η έννοια της λατρείας να συνδεθεί με τον ανθρώπινο πόνο και τις άβολες καταστάσεις που προκαλούν δυσφορία, ή τουλάχιστον να γίνει ποτέ κατανοητό πώς μπορεί να γίνει αυτή η σύνδεση σε δραστηριότητες που δεν είναι μέρος της λατρείας ενός θεού.
Βέβαια, ο Σπλάτερ Σκίτο ένιωθε ότι είναι ένας θεός, μία υπερβατική φιγούρα, ένα απόκοσμο πλάσμα, του οποίου ο ρόλος είναι να κυριαρχήσει στον κόσμο των ανθρώπων.
Ο σκοπός του ήταν να γευτεί όσο περισσότερο ανθρώπινο αίμα μπορούσε, λες και αυτό θα λειτουργούσε σαν μια μορφή ανάστροφης μετάληψης, ο Θεός θα μεταλάμβανε το αίμα των πιστών του, θα ενωνόταν αυτός μαζί τους, θα τους έδινε την ευκαιρία να τον βοηθήσουν να τους καταλάβει και αν μετά το θελήσει να επιλέξει να τους συγχωρέσει.
Δεν υπήρχε χρόνος για χάσιμο, τώρα έβλεπε μπροστά του την κρεβατοκάμαρά τους. Ήταν ξαπλωμένοι εκεί αγκαλιασμένοι και ήρεμοι. Τέλεια! Η ξανθιά κοπέλα φαινόταν στο σκοτάδι καθαρά, θα έλεγε κανείς ότι αποτελούσε τον πιο εύκολο στόχο από τους δυο. Εκείνη θα είχε την τιμή να νιώσει πρώτη τη δυσφορία από την εμφάνιση του Σπλάτερ Σκίτο. Λες και ήταν εξοπλισμένος με πυραύλους, ο Σκίτο κάλυψε σε ελάχιστα δευτερόλεπτα την απόσταση από το χολ μέχρι την κρεβατοκάμαρα και έφτασε δίπλα της. Η κραυγή της διέλυσε την ιερή ησυχία του καλοκαιρινού ύπνου. Μεμιάς ανασηκώθηκε και έπιασε το μπράτσο της. Ο άντρας της, τρομαγμένος, σηκώθηκε και εκείνος και άναψε αμέσως το φως για να δει τι συμβαίνει. Η κατάσταση δεν ήταν καλή για τον Σπλάτερ Σκίτο. Το σχέδιο του έπρεπε να αλλάξει άμεσα. Εάν έμενε εκεί θα τον έβλεπαν και αυτό ήταν ανεπίτρεπτο. Δεν υπήρχε καμία περίπτωση να αφήσει τους ανθρώπους να τον αντικρίσουν, το μυστήριο έπρεπε πάση θυσία να μείνει στα όρια της μυστηριώδους αφάνειας. Αφότου οι άνθρωποι νιώσουν την οργή του Σπλάτερ Σκίτο, θα μπορέσουν να νιώσουν την ανωτερότητά του και έτσι σιγά-σιγά θα αρχίσουν να πιστεύουν σε Αυτόν. Θα τον λατρέψουν μόνο εάν τον φοβούνται! Αυτό απαιτεί το να μην μπορούν, φυσικά, να Τον δουν!
Με μια αστραπιαία κίνηση, μόλις άναψε το φως, εγκατέλειψε το δωμάτιο και επέστρεψε στο σκοτεινό χολ, αφήνοντας τους ανθρώπους να ψάχνουν να δουν από πού ήρθε αυτή η επίθεση. Τότε το είδε… Στο απέναντι δωμάτιο υπήρχε ένα μικρό κρεβάτι με διάφορα παιχνίδια από πάνω του και μέσα του ένα ζουμερό μωρό, ένα από τα πιο όμορφα δώρα που θα μπορούσε κανείς να κάνει στον Σπλάτερ Σκίτο. Ήθελε να σπεύσει δίπλα του και να ρουφήξει όλο το αίμα του, να το αφήσει τώρα στεγνό και άψυχο στο κρεβατάκι του. Το μωρό αυτό δεν θα αντιστεκόταν, λες και η αγνή ψυχή του ήταν η μόνη ικανή να αναγνωρίσει το μεγαλείο του Σπλάτερ Σκίτο. Θα έμενε σχεδόν ακούνητο την ώρα που το υπέρτατο Ον θα ερχόταν κοντά του, αθόρυβα, γεμάτο δίψα, με τρόπο που μόνο ως μοιραίο θα μπορούσαν να τον χαρακτηρίσουν οι άνθρωποι. Πόσο περιορισμένη αντίληψη, αλήθεια, για ένα τόσο ιδιαίτερο γεγονός…
Το μωρό είχε ξυπνήσει από την ξαφνική φωνή της μάνας του. Είχε ακούσει το γνώριμο ηχόχρωμά της, αλλά δεν μπορούσε να διαισθανθεί τον κίνδυνο. Έπρεπε να περάσει και άλλα χρόνια στη ζωή, για να αναπτύξει επαρκώς το αίσθημα της αυτοσυντήρησης. Η παρουσία του Σπλάτερ Σκίτο εκεί, μάλλον θα μείωνε τις πιθανότητες του μωρού να αποκτήσει αυτή τη δυνατότητα. Ο Σκίτο ήταν αποφασισμένος να πιει όλο το αίμα του, να κάνει την αφαίμαξη της ζωής του και να χορτάσει ανθρώπινη φρεσκάδα. Κατευθυνόταν αποφασιστικά προς το κρεβατάκι του μωρού, πάντοτε μέσα στο απόλυτο σκοτάδι. Δεν είχε πολύ χρόνο στη διάθεσή του, καθώς ήταν σίγουρο ότι μέσα σε λίγα λεπτά το μυαλό της ξανθιάς μάνας θα πήγαινε στο παιδί της και θα έτρεχε μαζί με τον πατέρα του παιδιού προς το μικρό δωμάτιο.
Ο Σπλάτερ Σκίτο κινούνταν σαν σφαίρα, μία θανατηφόρος σφαίρα που είχε ως μοναδικό σκοπό της την αφαίμαξη, το ρούφηγμα της ίδιας της ουσίας της ζωής από το σώμα των θυμάτων του. Το μικρό αγοράκι με το λευκό δέρμα και την καταπληκτική γεύση αποτελούσε το ιδανικό θύμα, την τέλεια επιβράβευση για μία βραδιά που δεν πήγε ακριβώς όπως την υπολόγιζε. Πέρασε το κατώφλι του παιδικού δωματίου ενώ άκουγε πίσω του την μητέρα να λέει στον πατέρα πως πρέπει να πάνε να δουν τι κάνει το παιδί τους. Και ξαφνικά όλα έγιναν θολά.
Μία πρωτόγνωρη αίσθηση απώλειας προσανατολισμού κατέκλυσε τα όργανα με τα οποία ήταν εξοπλισμένα το Άγιο Σώμα του Σπλάτερ Σκιτο. Το ανεξερεύνητο και μοναδικό του νευρικό σύστημα ήταν ανίκανο να αντισταθεί, να αντιδράσει. Η θολούρα ήταν ανίκητη, ο Σπλάτερ ήταν έρμαιο του περιβάλλοντος. Ήταν ποτέ δυνατόν να μην μπορεί ένας Θεός να αντισταθεί στη Φύση; Και όμως, τώρα η περίπτωση απαιτούσε την άμεση λήψη μέτρων. Δεν έβλεπε, κυριολεκτικά, μπροστά του.
Σκέφτηκε ότι το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να βρει μία ήρεμη γωνία, να κάτσει εκεί και να ηρεμήσει μέχρι να ανακτήσει τις δυνάμεις του, από την απίστευτη και μη αναμενόμενη επίθεση που είχε δεχτεί από μία δύναμη αδιανόητη και ακατανίκητη. Είχε συνειδητοποιήσει ότι δεν μπορούσε να σκεφτεί και πολύ περισσότερο, οπότε μόλις είδε τον άσπρο τοίχο απέναντί του, αποφάσισε να κάτσει εκεί για λίγο, να ακουμπήσει πάνω του και να ξαποστάσει. Γραπώθηκε πάνω του και έκατσε ακούνητος εκεί, προκειμένου να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
Όλα όσα συνέβησαν τα επόμενα δευτερόλεπτα ήταν καταιγιστικά. Ο ασήμαντος άντρας και η ξανθιά γυναίκα, εκπρόσωποι ενός κατώτερου είδους του ζωικού βασιλείου είχαν μπει με ορμή στο δωμάτιο (μάλιστα, δεν έδειχναν να επηρεάζονται από την περίεργη ουσία με την οποία ήταν ποτισμένος ο αέρας στο παιδικό δωμάτιο και είχε φέρει τον Σπλάτερ Σκίτο σε αυτή την άβολη κατάσταση, κάτι που δεν μπορούσε να το κατανοήσει…), η γυναίκα είχε πάει απευθείας στο παιδικό κρεβατάκι για να αγκαλιάσει το μωρό και ο άντρας άναψε αμέσως το φως, σαν να έψαχνε να βρει κάτι.
Ευθύς αμέσως, ο Σπλάτερ Σκίτο έχασε την όρασή του. Δεν μπορούσε να διακρίνει τίποτα πια, έβλεπε μόνο αφαιρετικά σχήματα στο χώρο, τα οποία δεν ήταν ικανά να του δώσουν να καταλάβει τι συμβαίνει γύρω του. Σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να φύγει αμέσως από εκεί, αλλά παρέμενε ζαλισμένος και ανήμπορος. Διέκρινε μία ανθρώπινη φιγούρα να κινείται προς το μέρος του, μάλιστα του φάνηκε ότι είχε κάτι στο χέρι της, ή ότι το ίδιο το χέρι του ανθρώπου ερχόταν με δύναμη προς το μέρος του, αλλά δεν ήταν απόλυτα σίγουρος για όσα συνέβαιναν μέσα στην παραζάλη του.
Ευτυχώς, η ακοή του δεν είχε επηρεαστεί ιδιαίτερα από την άβολη αυτή κατάσταση και έτσι πρόλαβε να ακούσει τον άντρα να λέει: «Εδώ είναι καλή μου, το βρήκα!». Το επόμενο πράγμα που άκουσε ήταν ένα δυνατό «μπαμ» και μετά όλα τελείωσαν. Ο Σπλάτερ Σκίτο, το αιμοδιψές κουνούπι είχε πεθάνει.